- υπερέξαψη
- ηη υπερβολική έξαψη (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερέξαψη — η / ὑπερέξαψις, άψεως, ΝΜ [ὑπερεξάπτω] υπέρμετρη έξαψη … Dictionary of Greek
έκσταση — η 1. η απόσπαση του πνεύματος από την κανονική του κατάσταση και η πλήρης απορρόφησή του από μια μόνη εντύπωση, το θάμπος, κατάπληξη. 2. υπερέξαψη των αισθήσεων και της φαντασίας, που συνοδεύεται από παραισθήσεις και ψευδαισθησίες, σε άτομα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)